- αμέτοχο
- karışmayan, karışmamış
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ουδέτερος — η, ο (ΑΜ οὐδέτερος, έρα, ον, Α και οὐθέτερος, έρα, ον) (αόρ. αντων.) 1. ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, κανένας από τους δύο (α. «οὐ γὰρ δι ἔχθρας οὐδετέρῳ γενήσομαι», Αριστοφ. β. «οὐδέ τις ἦν ἔριδυς χαλεπῆς λύσις... οὐδετέροις», Ησίοδ.) 2. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
Γουίλσον, Τόμας Γούντροου — (Thomas Woodrow Wilson, Βιρτζίνια 1856 – Ουάσινγκτον 1924). Αμερικανός πολιτικός, ο 28ος πρόεδρος των ΗΠΑ (1912 20). Γιος πρεσβυτεριανού παπά, από το 1885 δίδαξε επί 25 χρόνια νομικά και πολιτικές επιστήμες σε πανεπιστήμια, κυρίως στο Πρίνστον,… … Dictionary of Greek
Μπρίγκελ, Πίτερ — (Pieter Bruegel, Μπρέντα 1526 ή 1531 Βρυξέλλες 1569). Αποκαλείται πρεσβύτερος, για να διακρίνεται από έναν από τους γιους του, δευτερεύοντα ζωγράφο. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών. Νεώτατος μαθήτευσε στις Βρυξέλλες … Dictionary of Greek